προδιερευνώ

προδιερευνώ
-άω, Α
1. εξέρχομαι για αναγνώριση, ανιχνεύω («πέμπει τινὰς προδιερευνησομένους», Ξεν.)
2. ερευνώ κάτι από κάθε πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διερευνῶ «ερευνώ λεπτομερώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προδιερευνητής — ὁ, ΝΜΑ [προδιερευνῶ] στον πληθ. οι προδιερευνητές και οἱ προδιερευνηταί έφιπποι ανιχνευτές, ισχυρά τμήματα ιππικού τών Βυζαντινών, τα οποία πορεύονταν μπροστά από το κύριο σώμα τής εκστρατείας για να εξερευνήσουν το έδαφος και να ανιχνεύσουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”